- φανδόν
- Αεπίρρ. απροκάλυπτα, φανερά.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί κατ' απόσπαση από τα ἀνα-φανδόν, ἐξανα-φανδόν (< θ. φαν- τού φαίνω* + επιρρμ. κατάλ. -δόν), πρβλ. σχε-δόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φανδόν — openly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χανδόν — και βοιωτ. τ. χάδαν Α επίρρ. 1. με ανοιχτό στόμα, με άπληστη επιθυμία, λαίμαργα («χανδὸν ἀμέτρητον δέκεται ποτόν», Νίκ. Θηρ.) 2. μτφ. σε μεγάλο βαθμό, υπερβολικά («χανδὸν ἐμπιπλάμενος τοῦ ὕπνου», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χᾰν τού ρ. χαίνω (βλ.… … Dictionary of Greek